- μετάπεμψη
- η (ΑΜ μετάπεμψις) [μεταπέμπω]το να στέλνει κανείς απεσταλμένο και να προσκαλεί κάποιον, πρόσκληση («οὕτως ἄπωθεν ἄντες ὥστε χαλεπήν εἶναι τὴν ἐκεῑθεν μετάπεμψιν», Στράβ.)νεοελλ.-μσν.φρ. «κατά μετάπεμψιν»εκκλ. (για επίσκοπο) με ανάκληση από μία επισκοπή και με τοποθέτηση σε άλλη.
Dictionary of Greek. 2013.